Βενεδικτίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βενεδικτίνη | οι | Βενεδικτίνες |
γενική | της | Βενεδικτίνης | των | (Βενεδικτινών) |
αιτιατική | τη | Βενεδικτίνη | τις | Βενεδικτίνες |
κλητική | Βενεδικτίνη | Βενεδικτίνες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βενεδικτίνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική Bénédictine < Bénédictin < bénédictin < λατινική benedictus < benedico < bene + dico
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βενεδικτίνη θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βενεδικτίνη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)