Βεστφαλή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βεστφαλή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βεστφαλή οι Βεστφαλές
      γενική της Βεστφαλής των Βεστφαλών
    αιτιατική τη Βεστφαλή τις Βεστφαλές
     κλητική Βεστφαλή Βεστφαλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βεστφαλή < Βεστφαλ(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vest.faˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βεστ‐φα‐λή

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βεστφαλή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βεστφαλός