Βησιγότθος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βησιγότθος < υστερολατινική Visigothus < γοτθική < πρωτογερμανική *wesuz (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁wésus: καλός, εξαίρετος) + υστερολατινική Gothi < πρωτογερμανική *gutô (Γότθος)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βησιγότθος αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) μέλος του ομώνυμου γερμανικού φύλου που προήλθε από τη διάσπαση των Γότθων σε «Δυτικούς Γότθους» (Βησιγότθους) και «Ανατολικούς Γότθους» (Οστρογότθους)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γοτθικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)