Βιασμούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βιασμούλα οι Βιασμούλες
      γενική της Βιασμούλας
    αιτιατική τη Βιασμούλα τις Βιασμούλες
     κλητική Βιασμούλα Βιασμούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βιασμούλα <   + υποκοριστικό επίθημα -ούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βιασμούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]