Βιθυνιαρχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βιθυνιαρχί αἱ Βιθυνιαρχίαι
      γενική τῆς Βιθυνιαρχίᾱς τῶν Βιθυνιαρχιῶν
      δοτική τῇ Βιθυνιαρχί ταῖς Βιθυνιαρχίαις
    αιτιατική τὴν Βιθυνιαρχίᾱν τὰς Βιθυνιαρχίᾱς
     κλητική ! Βιθυνιαρχί Βιθυνιαρχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βιθυνιαρχί
γεν-δοτ τοῖν  Βιθυνιαρχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βιθυνιαρχία < Βιθυνιάρχ(ης) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Βιθυνιαρχία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]