Βικιλεξικό:Ζητούμενα λήμματα/αρχείο4

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ερώτηση[επεξεργασία]

Πως λεγεται το όργανο που μετράει βάρος και δεν είναι η ζυγαριά

εκλυόταν[επεξεργασία]

Ελκυόταν σημαίνε έβγαινε. Πχ. Φυσικό αέριο ελκυόταν από το έδαφος.

Ενδρομίδες[επεξεργασία]

Ενδρομίδες

Ενδιδουν[επεξεργασία]

Ενδίδουν την οριστηκο

Αυτός που δινει

κυνέρωτες

ωρομίσθιος[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη ωρομίσθιος

1.εκβαλλω(θάλασσα)

Αυτοκυριαρχούμενος[επεξεργασία]

Ο άνθρωπος που ελέγχει τον εαυτό του και δεν κλονίζεται από άλλους.

δήλη (φανερή, ορατή) ημέρα[επεξεργασία]

Στη Νομική (άρθρο 341 Αστικού Κώδικα) σημαίνει την ορισμένη ημέρα, που κατά τη συμφωνία των μερών, ο οφειλέτης είναι υποχρεωμένος να εκπληρώσει την παροχή του. Αν περάσει η ημέρα αυτή και ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει την παροχή του, καθίσταται υπρήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση. Από την εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ, ΛΑΡΟΥΣ, ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, ΤΌΜΟς 20, ΣΕΛ.141, 9η σειρά και παρακάτω.

Μελίχλωρο[επεξεργασία]

Είδος τυριού που δεν είναι ούτε ώριμο ούτε και φρέσκο. Εχει κρεμώδη υφή και γευστικά μοιάζει με φέτα. Παράγεται στη Λήμνο.

Ετυμολογία: νη(όπως και στην λατινική γλώσσα όπου χρησιμοποιείται το ut και το ne, το νη στην αρχαία ακουγόταν και διαβαζόταν ως νε λόγω της διαφορετικής προφοράς του η.)+ποιώ(ποιόν) Δηλαδή: αυτός που νη(δεν) έχει διαμορφώσει το ποιόν (χαρακτήρα). Υποθέτουμε ότι διαβαζόταν νέπειον.

Paid

Ευστοργία[επεξεργασία]

Ορισμός[επεξεργασία]

Συγγενικές Λέξεις[επεξεργασία]

Τα συστατικα απο τα οποια αποτελειται το μαλλι του προβατου

--PaulaMeh (συζήτηση) 10:05, 26 Ιουνίου 2017 (UTC)[απάντηση]

θα ηθελα να μαθω την ερμηνεια της λεξης καρυες

→ δείτε τη λέξη Καρυές

προνύμφη[επεξεργασία]

Τι ειναι η προνύμφη;

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
Ζητούμενα λήμματα/αρχείο4 Ζητούμενα λήμματα/αρχείο4s

Ζητούμενα λήμματα/αρχείο4 (fr) θηλυκό

  1. γαλλοφοβία

Μέθοδος screening[επεξεργασία]

Μέθοδος screening είναι η εξέταση ασυμπτωματικού πληθυσμού υψηλού κινδύνου για την ανίχνευση των ατόμων εκείνων που κινδυνεύουν ιδιαίτερα να πάθουν (ή να έχουν) την νόσο. Ο "υψηλός κίνδυνος" μπορεί να οφείλεται στο φύλο, στην ηλικία κ.λπ.

φέρω εις πέρας[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη πέρας

αργουσών[επεξεργασία]

από πού προκύπτει;--Costaud (συζήτηση) 15:42, 23 Σεπτεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]

Costaud που βρίσκεται;--Xoristzatziki (συζήτηση) 06:50, 24 Σεπτεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]
συνάντησα σε ένα κείμενο το εξής: «αργουσών βιομηχανικών εγκαταστάσεων».--Costaud (συζήτηση) 09:17, 24 Σεπτεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]
→ δείτε τη λέξη αργουσών. Θηλυκό της μετοχής από το ρήμα αργώ: αργών, αργούσα, αργούν (!). Σημαίνει ότι οι εγκαταστάσεις δεν δουλεύουν ή δεν βρίσκονται σε λειτουργία αυτή τη στιγμή. --sVlioras (συζήτηση) 09:37, 24 Σεπτεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]
ευχαριστώ--Costaud (συζήτηση) 10:09, 24 Σεπτεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]

εκ είναι αχώριστο μόριο.....νομίζω...

androgenization[επεξεργασία]

Ποια είναι η μετάφραση του androgenization; ανδρογόνωση; --Costaud (συζήτηση) 10:29, 4 Οκτωβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]

Τορνατζής[επεξεργασία]

υπάρχει ο «τορνατζής», χειριστής τόρνου;--Costaud (συζήτηση) 12:31, 10 Οκτωβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]

τορναδόρος

Ρηματικός τύπος του ουσιαστικού ο γύπας (του γύπα).

Ερμηνεία[επεξεργασία]

Η πράξη με την οποία ένας άνθρωπος προσεγγίζει το θυλικό

προτεγενεστερος

Λιμέρια[επεξεργασία]

Δεν γράφεται με ι αλλά με η

Μεταφραση φρασεων[επεξεργασία]

Συμφωνη γνωμη Μικροφωνικη εγκατασταση

Είναι επίθετα ή μετοχές;--Costaud (συζήτηση) 11:13, 10 Νοεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]

Επίθετα. Οι μετοχές έχουν κατάληξη -μένος, -ώντας / -οντας.--sVlioras (συζήτηση) 12:32, 10 Νοεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]
Δείτε επίσης -τέος.--Xoristzatziki (συζήτηση) 17:18, 18 Νοεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]

αμπαδορραφείο[επεξεργασία]

υπάρχει;--Costaud (συζήτηση) 15:21, 18 Νοεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]

Χρ. Αντικατασταση του ακούσας[επεξεργασία]

Ακουων-ουσα-ον - Ακουσόμενος-η-ο Ακούσας-ασα-αν Ακηκοως-υια-ος -

Γιατι δε βγαζει καπια πραγματα[επεξεργασία]

😯😯😯😯😣😣😣😣

αρμαδόρων / προπελάδων[επεξεργασία]

ποιός είναι ο ενικός αριθμός των αρμαδόρων και των προπελάδων; --Costaud (συζήτηση) 14:40, 10 Δεκεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]

αρμαδόρος, προπελάς--sVlioras (συζήτηση) 15:42, 10 Δεκεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]

αν γινεται να φτιαχτει

μια χαρά φτιάχτηκε--Costaud (συζήτηση) 11:07, 14 Δεκεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]

Οι περισσότεροι Eλληνες γνωρίζουν τη φράση «φαύλος κύκλος». Αλλά όταν τους ρωτάς εάν υπάρχει η αντίθετη φράση στα ελληνικά, συχνά δυσκολεύονται να τη θυμηθούν ή αρνούνται ακόμη ότι υπάρχει μία. --Per utramque cavernam (συζήτηση) 20:38, 19 Δεκεμβρίου 2017 (UTC)[απάντηση]


Άμεση αναζήτηση του καλύτερου εφικτού κόσμου

εργοφυσιολογία/ εργομετρία[επεξεργασία]

Κλάδος της επιστήμης του αθλητισμού, όπου αξιολογεί την φυσική κατάσταση ενός αθλητή ή του ασκούμενου.

κλεΐζοντας[επεξεργασία]

από που βγαίνει; --Costaud (συζήτηση) 22:07, 20 Ιανουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

@Costaud. Κλῄζω, κληίζω, κλεΐζω = εγκωμιάζω, δοξάζω, αναφέρω, μιλάω για κάτι, επικαλούμαι, καλώ, ονομάζω, επικροτώ. ——Chalk19 (συζήτηση) 23:20, 7 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

υπάρχει;--Costaud (συζήτηση) 22:43, 20 Ιανουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Costaud, φαίνεται πως υπάρχει [1] & [2] και είχε χρήση (εύρους;) μάλλον με τη σημασία του ως γιος, με την ιδιότητα του γιου ή κάτι σχετικό. ——Chalk19 (συζήτηση) 22:34, 7 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

πολυωδύνω[επεξεργασία]

τι είναι;--Costaud (συζήτηση) 23:07, 20 Ιανουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

λιγνιτόπλινθος ή λιγνιτοπλίνθος;[επεξεργασία]

Ποιο είναι το σωστό; λήμμα στο διαδίκτυο: «εργοστάσιο λιγνιτοπλίνθων», αλλά το έχω δει σα λιγνιτόπλινθων και λιγνιτοπλινθών. Χαμός δηλαδή. --Costaud (συζήτηση) 16:02, 7 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Costaud, λογικά είναι λιγνιτόπλινθος, κατά τα τσιμεντόλιθος (όχι τσιμεντολίθος), σιδηρόστοκος (όχι σιδηροστόκος), αλευρόκολλα (όχι αλευροκόλλα), καγκελόπορτα (όχι καγκελοπόρτα) κ.ο.κ., όπου το δεύτερο συνθετικό είναι λέξη δισύλλαβη και παροξύτονη. ——Chalk19 (συζήτηση) 22:07, 7 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

διαφυγόν[επεξεργασία]

στη φράση το διαφυγόν κέρδος, το διαφυγόν από που βγαίνει; επίθετο ο διαφυγής, η διαφυγείσα κτλ ή ο διαφυγείς κτλ--Costaud (συζήτηση) 12:30, 12 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

  • Νεολογισμός είναι, για τον όρο διαφυγόν κέρδος, εκ του διαφυγή. Κανονικά, δεν έχει γένη, αν και κάπου κάπου βλέπουμε ορισμένα "διαφυγούσα", χωρίς να ξέρω πόσο δόκιμα είναι ή, έστω, πόσο έχουν καθιερωθεί, ως ιδιωματικά, και πού, πχ σε ποιό επιστημονικό αντικείμενο. ——Nur noch ein Gott kann uns retten! aka Chalk19 (συζήτηση) 10:07, 19 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]
μετοχή αορίστου του διαφεύγω --Xoristzatziki (συζήτηση) 10:33, 19 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]
Στα νέα ελληνικά το διαφυγών έχει ιδιαίτερη χρήση; Νομίζω ότι συνήθως το νόημα αποδίδεται περιφραστικά, όπως και με το φεύγω: "αυτός που διέφυγε", "αυτός που έφυγε". Το διαφυγόν έχει πλέον χρήση μόνο στη φράση διαφυγόν κέρδος. ——Chalk19 (συζήτηση) 10:47, 19 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

ναινένος ή νενέκος;[επεξεργασία]

ποιο;--Costaud (συζήτηση) 23:15, 12 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

σαν μιχάλη[επεξεργασία]

Όχι δεν τρολλάρω. Υπάρχει τυρί που παρασκευάζεται στη σύρο και το αποκαλλούν σαν μιχάλη. Να το βάλω λήμμα;--Costaud (συζήτηση) 11:26, 13 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

κουμκουάτ ή κουμ κουάτ;[επεξεργασία]

Ποιο;--Costaud (συζήτηση) 11:30, 13 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

μεσόσπερμα;[επεξεργασία]

από που βγαίνει το φασόλια μεσόσπερμα--Costaud (συζήτηση) 11:32, 13 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

υπάρχει και το φασόλια μεγαλόσπερμα

Εμπεριχωρω-ηση[επεξεργασία]

Εύρεση νοήματος της λέξεως --ανυπόγραφo σχόλιο του 2a02:587:1116:7800:6912:f162:2082:67f4 07:16, 17 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

→ δείτε τις λέξεις περιχώρηση και αλληλοπεριχώρηση. Λέξη εμπεριχώρηση δεν γνωρίζω να υπάρχει…--sVlioras (συζήτηση) 09:31, 17 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

αρκουδέης ή αρκουδέας[επεξεργασία]

ή και τα δύο; --Costaud (συζήτηση) 11:12, 27 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

ντιπ-για-ντιπ[επεξεργασία]

με παύλες ή χωρίς; --Costaud (συζήτηση) 11:18, 27 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

αράζω και τσιλάρω--Costaud (συζήτηση) 11:20, 27 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

τσακ-μπαμ[επεξεργασία]

με παύλα; --Costaud (συζήτηση) 11:23, 27 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

4 LATIN

μπεμπελάκ[επεξεργασία]

το βάζουμε;--Costaud (συζήτηση) 19:22, 28 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

περιγραφέας[επεξεργασία]

υπάρχει;--Costaud (συζήτηση) 23:58, 28 Φεβρουαρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

αλλοτριοπραγμών[επεξεργασία]

υπάρχει;--Costaud (συζήτηση) 00:17, 1 Μαρτίου 2018 (UTC)[απάντηση]

θολοκουλτούρα[επεξεργασία]

το βάζουμε; --Costaud (συζήτηση) 16:22, 8 Μαρτίου 2018 (UTC)[απάντηση]

συγκρότημα γρύλλων[επεξεργασία]

ποια είναι η ονομαστική του γρύλλων --Costaud (συζήτηση) 19:51, 8 Μαρτίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Ελλαδικότητα[επεξεργασία]

γνώμες;--Costaud (συζήτηση) 01:39, 17 Μαρτίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Ουδέτερο ουσιαστικό

σφαιρορρυθμιστ.... (κάτι)[επεξεργασία]

το βρήκα εδώ: «αρχή του σφαιρορυθμιστού του Watt»--Costaud (συζήτηση) 00:31, 22 Μαρτίου 2018 (UTC)[απάντηση]

παοκάκιας / αεκάκιας[επεξεργασία]

τα βάζουμε; --Costaud (συζήτηση) 19:39, 22 Μαρτίου 2018 (UTC)[απάντηση]

φιλοζωισμός[επεξεργασία]

1. Η αγάπη προς τα ζώα

κατασκευάστριες εταιρείες[επεξεργασία]

ποια η ονομαστική ενικού του «κατασκευάστριες»;--Costaud (συζήτηση) 10:18, 2 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

πάλλουσα καρδιά[επεξεργασία]

ονομαστική αρσενικού γένους του «πάλλουσα»;--Costaud (συζήτηση) 12:55, 2 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

σακόφιλτρο ή σακκόφιλτρο;[επεξεργασία]

σακόφιλτρο ή σακκόφιλτρο;--Costaud (συζήτηση) 12:00, 10 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

προδιαλεγμένος[επεξεργασία]

το βρήκα έντυπα--Costaud (συζήτηση) 12:03, 11 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

βραχυμεσοχρόνιος[επεξεργασία]

το πέτυχα κάπου στην εφημερίδα των συντακτών--Costaud (συζήτηση) 12:20, 11 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

συμπαραλήπτης[επεξεργασία]

είναι σωστό; --Costaud (συζήτηση) 08:25, 12 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

επακολουθήσασα[επεξεργασία]

ποια είναι η ονομαστική αρσενικού γένους; --Costaud (συζήτηση) 11:47, 13 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

το είδα έντυπα (δεν υπάρχει ακόμα στο διαδίκτυο), ίσως και να βιάστικα να το βάλω. Αν θέλετε το βγάζουμε.--Costaud (συζήτηση) 15:56, 13 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Στην Ελλάδα, η μεταποίηση, ιδίως στη βιομηχανική-εργοστασιακή μορφή της, άργησε ιστορικά να εμφανιστεί και ουδέποτε μπόρεσε να αναπτυχθεί αξιόλογα. Ίσως η πιο σημαντική περίοδος ανάπτυξής της να εντοπίζεται από το 1955 έως το 1973, περίοδο στην οποία το διεθνές αναπτυξιακό παράδειγμα επέτρεπε τη βιομηχανική ανάπτυξη με όχημα τον προστατευτισμό.--Costaud (συζήτηση) 15:59, 13 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]
επενέβη και λίγο--Costaud (συζήτηση) 16:00, 13 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

ποια η ονομαστική του--Costaud (συζήτηση) 17:12, 13 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Γουρδούμπωμα[επεξεργασία]

Γουρδούμπωμα (το):Λέξη Ναυπάκτιας καταγωγής.Η σημασία της είναι: διαδικασία εκσπερμάτωσης/σεξουαλικής επαφής.Π.χ. σε γουρδούμπωσα(στον φέρμαρα).

ομορφόσογο[επεξεργασία]

Είμαστε ομορφόσογο

οοοοο

Το Γουρδούμπωμα[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γουρδούμπωμα<ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται σε περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Γουρδούμπωμα ουδέτερο

   1.(Χυδαίο)Πρόστυχος χαρακτηρισμός που υποδηλώνει σεξουαλική συνεύρεση.
        Σκάσε επειδή ξαναέφαγε γουρδούμπωμα η ομάδα σου!

Συγγενικά[επεξεργασία]

1.Γουρδουμπώνω

επίθετο[επεξεργασία]

ποιο είναι το επίθετο του σοβώ; π.χ. σοβούσα κρίση. --Costaud (συζήτηση) 18:02, 21 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Ο σοβών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σοβώ. --sVlioras (συζήτηση) 21:24, 21 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Κασμηροφανέλα[επεξεργασία]

ή κασμιροφανέλα; --Costaud (συζήτηση) 08:54, 29 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

κάτι με ύφασμα--Costaud (συζήτηση) 08:56, 29 Απριλίου 2018 (UTC)[απάντηση]

χαλάουα[επεξεργασία]

Η χαλάουα είναι ένα ελαστικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για αποτρίχωση. Παρασκευάζεται από ζάχαρη και χυμό λεμονιού. Εάν κάποιος ξέρει κάτι για την ετυμολογία της λέξης θα τον παρακαλούσα να προσθέσει το λήμμα

υπάρχει η ετυμολογία εδώ: χαλάουα--Costaud (συζήτηση) 07:34, 6 Μαΐου 2018 (UTC)[απάντηση]

τζιτζίνα (λέξη που χρησιμοποιείται στην Θεσσαλία, Βόλο- Λάρισα)[επεξεργασία]

τζιτζίνα

(καβάλα στην πλάτη άλλου ανθρώπου)

Καμβθεί[επεξεργασία]

Κάμβθω κάτι/κάποιον

αρχικά δες εδώ: κάμπτω, και είναι καμφθεί, εκτός άν το έχεις συναντήσει κάπου τοπικά ή λογοτεχνικά. Οι χρόνοι δεν έχουν προστεθεί ακόμα.--Costaud (συζήτηση) 12:42, 24 Μαΐου 2018 (UTC)[απάντηση]

πεφτοσυννεφάκιας[επεξεργασία]

το αφήνω εδώ. Όποιος θέλει το βάζει.--Costaud (συζήτηση) 09:55, 28 Μαΐου 2018 (UTC)[απάντηση]

λεφτόδεντρο[επεξεργασία]

Το ξέρω, πολλοί πιστεύετε πως δεν θα πρέπει να το βάλουμε λήμμα για αυτό το αφήνω εδώ για τη συζήτηση. Πρόσφατα κατηγορήθηκαν οι δικαστές πως πιστεύουν στο λεφτόδεντρο, δηλαδή το αόρατο δέντρο που γεννά χρήματα επειδή θεωρούν πως οι περικοπές των μισθών τους είναι αντισυνταγματικοί ενώ όλλων των άλλων είναι καλώς γενομένοι. Το αφήνω εδώ για το αρχείο. --Costaud (συζήτηση) 09:16, 31 Μαΐου 2018 (UTC)[απάντηση]

συκεντροποιημένος ή συκεντρωποιημένος;[επεξεργασία]

Ποιό είναι το σωστό; --Costaud (συζήτηση) 09:20, 31 Μαΐου 2018 (UTC)[απάντηση]

μια λεξη που δεν υπαρχει στο βικιλεξικο[επεξεργασία]

παρεξεκλίνω σημαινει:απομακρυνση απο κατι

Έχω την εντύπωση πως η ορθογραφική λέξη που ψάχνεις είναι το παρεκκλίνω.--Costaud (συζήτηση) 10:53, 31 Μαΐου 2018 (UTC)[απάντηση]

καταπλεόντων και αποπλεόντων[επεξεργασία]

ποιά η ονομαστική; --Costaud (συζήτηση) 14:20, 31 Μαΐου 2018 (UTC)[απάντηση]

ματαιωθείσα και διακοπείσα (προσγείωση)[επεξεργασία]

ποιά είναι η ονομαστική αρσενικού;--Costaud (συζήτηση) 10:04, 1 Ιουνίου 2018 (UTC)[απάντηση]

αναλάμποντα (φώτα)[επεξεργασία]

ποια είναι η ονομαστική ενικού;--Costaud (συζήτηση) 10:39, 1 Ιουνίου 2018 (UTC)[απάντηση]

αναλάμπον --Lou (συζήτηση) 14:41, 31 Οκτωβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

υπάρχει ή το μπερδεύω με το περιοχή; --Costaud (συζήτηση) 13:17, 1 Ιουνίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Μισοσφαλνάω[επεξεργασία]

υπάρχει;--Costaud (συζήτηση) 22:51, 20 Ιουνίου 2018 (UTC)[απάντηση]

γιορτοντυμένος[επεξεργασία]

ντυμένος γιορτικά;--Costaud (συζήτηση) 22:55, 20 Ιουνίου 2018 (UTC)[απάντηση]

νιοπλυμένος[επεξεργασία]

φρεσκοπλυμένος;--Costaud (συζήτηση) 22:56, 20 Ιουνίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Από καθέδρας[επεξεργασία]

Ποια η ερμηνεία της λόγιας αυτής φράσης;¨

→ δείτε τη λέξη από καθέδρας. sarri.greek (συζήτηση) 05:15, 20 Αυγούστου 2018 (UTC)[απάντηση]

Σας παρακαλώ, γράψτε το μία φορά!

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχαία ελληνική τὰ ἐν οἴκῳ μὴ ἐν δήμῳ.

Παροιμία[επεξεργασία]

  1. οι οικογενειακές υποθέσεις δεν πρέπει να κοινολογούνται στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον

καλοψάχνω[επεξεργασία]

Υπάρχει; --Costaud (συζήτηση) 20:55, 16 Σεπτεμβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Δεν φαίνεται να υπάρχει, παρά μόνο σαν εφήμερος σχηματισμός. Όσα λεξικά κοίταξα δεν την έχουν. --sVlioras (συζήτηση) 05:19, 17 Σεπτεμβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]
ευχαριστώ--Costaud (συζήτηση) 20:34, 17 Σεπτεμβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Διπλοκαπνιστός[επεξεργασία]

Ο όρος διπλοκαπνιστός δεν είναι ευρέως διαδεδομένος κυρίως διότι χρησιμοποιείται από άτομα που ειδικεύονται στο χώρο της παρασκευής malt και scotch whiskey.Υποδηλώνει πως το προιόν διέρχεται από την διαδικασία καπνίσματος δύο φορές αντί για μία, όπως συνηθίζεται. Κλίνεται κατα το διπλοφουρνιστός ή το διπλογεμιστός που είναι πιο οικείοι όροι και χρησιμοποιούνται συχνότερα. Σε επαρχιακές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και συγκεκριμένα του Έβρου χρησιμοποιούνται και όροι όπως διπλοριγανάτος ( με διπλή δόση ρίγανης), διπλοπλουμιστός ( υπερβολικά στολισμένος), διπλοβουτυρένιος ( διπλή δόση βουτύρου) όπως και διπλογλασάτος ( διπλή δόση γλάσου κυρίως για γλυκίσματα). το άρθρο προστέθηκε από τον επισκέπτη 5.2.177.111 18 Σεπτεμβρίου 2018 UTC 10:41

διπλοκαπνιστός και.. Θα θέλατε να συμπληρώσετε εσείς ο/η ίδιος/α μερικές από τις ωραίες σας πληροφορίες στο άρθρο διπλο-? Αν κάνετε κλικ στο Επεξεργασία θα βρείτε στον υπο-ορισμό για τα τρόφιμα, έτοιμη για σας, την ένδειξη
  • <ref>Σημείωση: </ref> όπου μπορείτε να προσθέσετε, αν συμφωνείτε:
[[διπλοκαπνιστός]], ή οι πιο οικείοι όροι [[διπλοφουρνιστός]], [[διπλογεμιστός]]. Στη Βόρεια Ελλάδα (στον Έβρο) χρησιμοποιούνται και όροι όπως '''διπλοριγανάτος''' (με διπλή δόση ρίγανης), '''διπλοπλουμιστός''' (υπερβολικά στολισμένος), '''διπλοβουτυρένιος''' (με διπλή δόση βουτύρου), '''διπλογλασάτος''''''διπλογλασάτος''' (με διπλή δόση γλάσου για γλυκίσματα).
Σημείωση: ίσως μπορούν να προστεθούν αυτές οι λέξεις σας στο Βικιλεξικό. Επειδή είναι σπάνιες, θα πρέπει να συνεννοηθείτε γι' αυτό, με τους Διαχειριστές του Βικιλεξικού που γνωρίζουν καλά τα κριτήρια συμπερίληψης νέων λέξεων.
Επίσης, κάτω από τον ορισμό για τα τρόφιμα, μπορείτε να προσθέσετε ως παράδειγμα τη λέξη σας! Μπορείτε να αντιγράψετε από κάτω
##: [[διπλοκαπνιστός|'''διπλο'''καπνιστός]]
Και βεβαίως, μπορείτε να τα κάνετε αυτά ως 5.2.177.111, ή να φτιάξετε πρώτα ένα ψευδώνυμο Χρήστη (Βοήθεια για εγγραφή). Ευχαριστούμε! sarri.greek (συζήτηση) 01:31, 19 Σεπτεμβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

αστείο: διπλόδιττος: τετραπλός

Γραμματοποίηση[επεξεργασία]

Η μετατροπή αριθμών, συμβόλων ή εννοιών σε γράμματα της αλφαβήτου. Πχ η γραμματοκωδίκευση συνήθως χρησιμοποιείται για την μετάδοση μηνύματος σε συγκεκριμένα άτομα, ώστε να μην κατανοούν οι υπόλοιποι. (Σε περίπτωση που χρησιμοποιείται το αρχικό γράμμα από το δικό τους όνομα λέγεται αρκτικοποίηση.)

  • γραμματ[ο]αρίθμηση, γραμμαρίθμηση (και όχι γραμμαριορρύθμιση)
    η γραμματοποίηση αποτελεί υπερώνυμο
  • γραμμάριθμος: γράμμα που δρα ως αριθμός

παρασάλαγκος : αλλοπρόσαλλος[επεξεργασία]

παρασάλαγκος
ετυμολογία: παραφθορά του παράλογος

  • αλλοπρόσαλλος
  • τρελός
  • παράλογος

αντωνυμα[επεξεργασία]

λέξεις διαφορετικής σημασίας


Όχι ακριβώς... Δείτε καλύτερα αυτό: αντώνυμο --Lou (συζήτηση) 14:37, 31 Οκτωβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

ημιάξωνας[επεξεργασία]

το αρνητικό ή θετικό μέρος ενός αρηθμητικού άξονα


ημιάξονας --Lou (συζήτηση) 14:36, 31 Οκτωβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

εικονικος ρυθμος[επεξεργασία]

Διένεξη[επεξεργασία]

Γιατί δεν το εχει


Το έχει, το έχει! διένεξη --Lou (συζήτηση) 14:28, 31 Οκτωβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Αποτρόπαιη[επεξεργασία]

Αποτρόπαιη[επεξεργασία]

<=Αποτρόπαια>

αποτρόπαιος, -η, -ο sarri.greek (συζήτηση) 20:19, 3 Νοεμβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

απέχαλος[επεξεργασία]

ο πολύ βρωμιάρης.

Προσθήκη λεξικού[επεξεργασία]

Αμφίγλωσσος

ἀμφίγλωσσος, (αμφίγλωσσος): διφορούμενος. Ευχαριστούμε, 87.202.125.128, για την ωραία σας λέξη. sarri.greek (συζήτηση) 07:15, 5 Νοεμβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

ευρύ οικογενειακό περιβάλλον[επεξεργασία]

παρακαλώ για την εννοιολογική σημασία του όρου, ιδίως δε έαν υφίσταται νομολογία ή αναφορά σε κάποιοδίκαιο της Ελλλάδος ή διεθνώς

μετεγγραμμένα[επεξεργασία]

Κλίση του ρήματος κείρω[επεξεργασία]

Παρατατικός του ρήματος κείρω

Χρόνοι του ρήματος κείρω[επεξεργασία]

Παρατατικός του ρήματος κείρω

Πελατζαφτιλης[επεξεργασία]

{επίθετο} ο, Αυτός που έχει μεγάλα αφτιά. Συνώνυμα : πελατζας, λεγκολας

Αγγλικες συντομογραφιες[επεξεργασία]

Lol : laugh out loud Asap : as soon as possible Omg : oh my god Btw : by the way Sys : see you soon Ttyl : talk to you later Ily : i love you Ilysm : i love you so much Ty : thank you Tysm : thank you so much My : miss you Mysm : miss you so much Thnx : thanks Gm : good morning Gn : good night

Ξέρει κανείς πώς κλίνεται;--Μόσχοβος (συζήτηση) 17:44, 9 Δεκεμβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

latin en:cidaris? en:чыдар? sarri.greek (συζήτηση) 15:02, 10 Δεκεμβρίου 2018 (UTC)[απάντηση]

Στιστιφιογκος[επεξεργασία]

Τι ειμενι στιστιφιογκος

Συνώνυμη[επεξεργασία]

Ακατάλληλη

Αποκλίνουμε[επεξεργασία]

Συνώνυμα αντωνυμα του ρήματος