Βιτσεντσάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βιτσεντσάτος < Βιτσέντσ(ος), άλλη μορφή του Βιτσέντζος + -άτος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βιτσεντσάτος αρσενικό (θηλυκό Βιτσεντσάτου)