πρότυπο |
εντάσσει σε Κατηγορία |
Englsh translation of labels (Cat@en.wikt)
|
* {{ετ|αγγλ}} {{ετ|αγγλισμός}} |
Κατηγορία:Αγγλισμοί |
anglism (en)
|
* {{ετ|αμερ}} (αμερικανικό) για τα αγγλικά |
Κατηγορία:Αμερικανικοί όροι (αγγλικά) |
American terms
|
* {{ετ|αμερ σημ}} (αμερικανικό) για τα αγγλικά |
Κατηγορία:Αμερικανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά) |
American senses for English terms
|
* {{αμερικανικά}} (αμερικανικά αγγλικά) |
|
American English
|
* {{ετ|ανεπίσ}} ανεπίσημο |
|
informal (en)
|
* {{ετ|απαρχ}} {{ετ|απαρχαιωμένο}} |
Κατηγορία:Απαρχαιωμένοι όροι δείτε και Παρωχημένοι |
obsolete (en) also cf. dated.
|
* {{ετ|αργκό}} |
Κατηγορία:Αργκό |
slang (en), argot (en)
|
* {{απλοπ}} (απλοποιημένη γραφή) και του |
|
simplified script
|
* {{ετ|αρχαϊκό}} |
|
archaic (en) but for greek = preclassical period
|
* {{ετ|αρχαιοπρ}} |αρχαιοπρεπές |
Κατηγορία:Αρχαιοπρεπείς όροι |
archaical (en), in the ancient fashion
|
* {{Αυστραλ}} / {{Αυστραλία}} για τα αγγλικά |
|
Australia
|
* {{Βραζιλία}} για τα πορτογαλικά |
|
Brazil
|
* {{ετ|βρετ}} (βρετανικό) για τα αγγλικά |
Κατηγορία:Βρετανικοί όροι (αγγλικά) |
British terms
|
* {{ετ|βρετσημ}} (βρετανικό) για τα αγγλικά |
Κατηγορία:Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά) |
British senses for English terms
|
* {{Γαλλία}} για τα γαλλικά |
|
France
|
* {{γενικ}} / {{γενικότερα}} |
|
generalmore generally
|
* {{ετ|γλωσσοδ}} |γλωσσοδέτης |
Κατηγορία:Γλωσσοδέτες |
tongue-twister (en)
|
* {{γρ}} / {{γραφή του}} +παράμετροι |
|
spelling of (+parameters form of, polytonic of, contracted form of...)
|
* {{δημοτ}} / {{δημοτική}} |
Κατηγορία:Δημοτική (νέα ελληνικά) |
demotic (en)
|
* {{ειδικ}} / {{ειδικότερα}} |
|
specificmore specifically
|
* {{ετ|ειρων}} {{ετ|ειρωνικό}} |
Κατηγορία:Ειρωνικοί όροι |
ironic (en)
|
* {{ετ|ειρων σημ}} |
Κατηγορία:Ειρωνικές σημασίες όρων |
ironic senses of terms
|
* {{ετ|εκφραστικό}} |
Κατηγορία:Εκφραστικοί όροι |
expressive (en)
|
* {{Ελβετία}} για τα γαλλικά |
|
Switzerland
|
* {{Ελβετία-Λίχτ}} (Λίχτενσταϊν) για τα γερμανικά |
|
Switzerland/Lichtenstein
|
* {{ετ|εμφατικό}} |
Κατηγορία:Εμφατικά |
for emphasis, emphatic (en)
|
* {{ετ|επίσ}} {{ετ|επίσημο}} |
|
formal (en)
|
* {{ετ|επιτατικό|<επίθετο/μετοχή>}} |
Κατηγορία:Επιτατικοί όροι |
intensifiers / intensifying
|
* {{ετ|επωνυμία}} |
Κατηγορία:Επωνυμίες |
company names
|
* {{ετ|ευφ}} {{ετ|ευφημισμός}} |
Κατηγορία:Ευφημισμοί |
euphemism (en)
|
* {{ΗΒ}} / {{UK}} για τα αγγλικά |
|
UK
|
* {{ΗΠΑ}} / {{USA}} για τα αγγλικά |
|
USA
|
* {{ετ|θωπευτικό}} {{ετ|θωπ}} |
Κατηγορία:Θωπευτικοί όροι |
endearing (en)
|
* {{ετ|ιδιωματικό}} |
Κατηγορία:Ιδιωματικοί όροι από διαλέκτους & ιδιώματα |
regional (en) (dialectal, idiomatic [or a region]. Compare to idiom.
|
* {{ετ|ιδιωματ σημ}} |
Κατηγορία:Ιδιωματικές σημασίες όρων από διαλέκτους & ιδιώματα |
dialectal senses of terms
|
* {{ετ|ιδιωματισμός}} |
Κατηγορία:Ιδιωματισμοί εκφράσεις ειδικής σημασίας |
idiom (en), set phrases
|
* {{καθ|<ουσ/επίθετο/...>}} (καθαρεύουσα) |
Κατηγορία:Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά |
Katharevousa (en) +parameters
|
* {{καθαρ}} (καθαρεύουσα) |
|
Katharevousa, no parameters
|
* {{ετ|καθομ}} {{ετ|καθομιλουμένη}} |
|
Standard / every-day speech
|
* {{ετ|κακόσ}} {{ετ|κακόσημο}} |
|
badof bad/negative sense
|
* {{Καναδάς}} για τα γαλλικά |
|
Canada
|
* {{ετ|καταχρ}} {{ετ|καταχρηστικά}} |
|
spuriously (en)
|
* {{κτεπε}} / {{κατ' επέκταση}} |
|
extensionby extension (en), consequently
|
* {{κυριολ}} / {{κυριολεκτικά}} |
|
literally (en)
|
* {{ετ|λαϊκό}} |
Κατηγορία:Λαϊκοί όροι |
?vernacular (en)
|
* {{ετ|λαϊκ}} λαϊκότροπο |
Κατηγορία:Λαϊκότροποι όροι |
peopleas of the people, not formal
|
* {{ετ|λόγιο}}
- λόγ-κλ-ουσ
- λόγ-κλ-κυρ
- λόγ-κλ-επίθ
- λόγ-κλ-ρημ
|
Κατηγορία:Λόγιοι όροι Λόγιοι κλιτικοί τύποι ουσιαστικών Λόγιοι κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων Λόγιοι κλιτικοί τύποι επιθέτων Λόγιοι ρηματικοί τύποι
|
learned (en) learned inflectional forms of nouns learned inflectional forms of proper nouns learned inflectional forms of adjectives learned conjugation forms
|
* {{ετ|λογοτ}} {{ετ|λογοτεχνικό}} (OXI λογοτεχνία) |
Κατηγορία:Λογοτεχνικό ύφος |
literary (en), in literature
|
* {{ετ|μειωτ}} {{ετ|μειωτικό}} |
Κατηγορία:Μειωτικοί όροι |
pejorative (en), derogatory (en)
|
* {{ετ|μειωτ σημ}} |
Κατηγορία:Μειωτικές σημασίες όρων |
derogatory senses of terms
|
* {{ετ|μτφρ}} {{ετ|μεταφορικά}} |
|
figuratively (en)
|
* {{μτφρ-μειωτ}} |
|
figurative-pejorative
|
* {{μτφρ-οικ}} |
|
figurative-familiar
|
* {{μτφρ-πλ}} |
|
figurative in the plural
|
* {{μτφρ-σκωπτ}} |
|
figurative-scoptical (en)/ironic
|
* {{μτφρ-υβριστ}} |
|
figurative-insulting
|
* {{ετ|μετων}} {{ετ|μετωνυμία}} |
Κατηγορία:Μετωνυμίες |
metonymy (en) e.g. White House
|
* {{νεολ}} / {{νεολογισμός}} |
Κατηγορία:Νεολογισμοί |
neologism (en)
|
* {{ετ|οικείο}} |
Κατηγορία:Οικείοι όροι |
familiar (en)/friendly
|
* {{ετ|οικεία σημ}} |
Κατηγορία:Οικείες σημασίες όρων |
familiar (en)/friendly senses of terms
|
* {{Ορθογραφία Ελβετίας και Λίχτενσταϊν}} για τα γερμανικά |
|
Switzerlandspelling of Switz.&Lichtenst.
|
* {{παιδιά}} |
Κατηγορία:Παιδική γλώσσα |
children's language
|
* {{ετ|παρομοίωση}} |
Κατηγορία:Παρομοιώσεις |
simile (en)
|
* {{ετ|παρωνύμιο}} |
Κατηγορία:Παρωνύμια |
nickname (en)
|
* {{ετ|παρωχ}} ετ|παρωχ σημ |
Κατηγορία:Παρωχημένοι όροι Κατηγορία:Παρωχημένες σημασίες όρων |
dated (en) dated senses
|
* {{ετ|περιληπτικό}} |
Κατηγορία:Περιληπτικοί όροι |
collective (en) (of nouns)
|
* {{Πορτογαλία}} για τα πορτογαλικά |
|
Portugal
|
* {{ετ|προεξαγγελτικό}} |
Κατηγορία:Προεξαγγελτικά |
? → λείπει η μετάφραση
|
* {{ετ|προσωνυμία}} |
Κατηγορία:Προσωνυμίες |
epithet (en)
|
* {{ετ|προφ}} {{ετ|προφορικό}} |
|
colloquial (en)
|
* {{ετ|σκωπτ}} {{ετ|σκωπτικό}} |
Κατηγορία:Σκωπτικοί όροι |
scotpic (en), ironic
|
* {{ετ|σκωπτ σημ}} |
Κατηγορία:Σκωπτικές σημασίες όρων |
scoptic senses of terms
|
* {{ετ|σπάνιο}}
- σπάν-κλ-ουσ
- σπάν-κλ-κυρ
- σπάν-κλ-επίθ
- σπάν-κλ-ρημ
|
Κατηγορία:Σπάνιοι όροι Σπάνιοι κλιτικοί τύποι ουσιαστικών Σπάνιοι κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων Σπάνιοι κλιτικοί τύποι επιθέτων Σπάνιοι ρηματικοί τύποι
|
rare (en), uncommon rare inflectional forms of nouns rare inflectional forms of proper nouns rare inflectional forms of adjectives rare conjugation forms
|
* {{ετ|σπάν σημ}} |
Κατηγορία:Σπάνιες σημασίες όρων |
Rare senses of terms
|
* {{σνκδ}} / {{συνεκδοχικά}} |
|
synecdochically (en)
|
* {{ετ|υβρ}} {{ετ|υβριστικό}} |
|
insulting (en)/abusive (en)
|
* {{ετ|υποκορ}} |
Κατηγορία:Υποκοριστικοί όροι |
diminutive (en) terms
|
* {{ετ|χαϊδ}} {{ετ|χαϊδευτικό}} |
Κατηγορία:Χαϊδευτικοί όροι κυρίως για ονόματα βλ. και #θωπευτικό |
hypocoristic (en)
|
* {{ετ|χλευ}} {{ετ|χλευαστικό}} |
Κατηγορία:Χλευαστικοί όροι |
mocking (en), derisory (en)
|
* {{ετ|χυδ}} {{ετ|χυδαίο}} |
Κατηγορία:Χυδαιολογίες |
vulgar (en), obscene (en)
|
* {{ετ|χωρίς νόημα}} |
Κατηγορία:Λέξεις χωρίς νόημα |
nonsense (en) words
|