Βογιατζόγλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Βογιατζόγλου οι Βογιατζόγλοι
Βογιατζογλαίοι
οι Βογιατζόγλου
      γενική του/της Βογιατζόγλου των Βογιατζόγλων
Βογιατζογλαίων
των Βογιατζόγλου
    αιτιατική τον/τη Βογιατζόγλου τους Βογιατζόγλους
Βογιατζογλαίους
τους/τις Βογιατζόγλου
     κλητική Βογιατζόγλου Βογιατζόγλοι
Βογιατζογλαίοι
Βογιατζόγλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βογιατζόγλου < Μπογιατζόγλου με ελληνοποίηση με τροπή [b] > [v] < τουρκική Boyacoğlu (επώνυμο) < επάγγελμα boyac(ı) (μπογιατζής, βαφέας) + -oğlu (-όγλου)
Δείτε και την εξέλιξη > Βογιατζόγλου > Βογιατζίδης > Βαφείδης ή Βαφειάδης [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vo.ʝaˈd͡zo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βο‐για‐τζό‐γλου

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βογιατζόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Γεώργιος Παπαναστασίου (2010) Katharevousa@academia, σελ.231.