Βορέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βορέας οι Βορέηδες
      γενική του Βορέα των Βορέηδων
    αιτιατική τον Βορέα τους Βορέηδες
     κλητική Βορέα Βορέηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δουρίδας (κλίση: Αντρέας)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βορέας < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /voˈɾe.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βο‐ρέ‐ας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βορέας αρσενικό (θηλυκό Βορέα)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βορέᾱς > Βορρᾶς οἱ Βορέαι   > Βορραῖ
      γενική τοῦ Βορέου > Βορρ
           & Βορροῦ
τῶν Βορέων > Βορρῶν
      δοτική τῷ Βορέ   > Βορρ τοῖς Βορέαις > Βορροῖς
    αιτιατική τὸν Βορέᾱν > Βορρᾶν τοὺς Βορέᾱς   > Βορρᾶς
     κλητική ! Βορέᾱ   > Βορρ Βορέαι   > Βορραῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βορέᾱ   > Βορρ
γεν-δοτ τοῖν  Βορέαιν   > Βορραῖν
1η κλίση, ομάδα 'Βορέας Βορρᾶς', Κατηγορία 'Βορέας' όπως «Βορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βορέας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷorH-[1] (όρος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Βορέας αρσενικό

  1. (άνεμος) βοριάς, ο βόρειος άνεμος
    ※ Πλεῖστοι γὰρ βορέαι καὶ νότοι γίγνονται τῶν ἀνέμων. (Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά, 361a.6-7)
    ※ Τῷ δὲ ἐκ νότων σκληροὶ βορραῖ ἐπιπνεύσαντες, οὐκ ἄνευ τοῦ θείου, ὡς αὐτός τε καὶ οἱ ἀμφ' αὐτὸν ἐξηγοῦντο, εὐμαρῆ καὶ ταχεῖαν τὴν πάροδον παρέσχον. (Αρριανός, Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις, 1.26.2.1-4)
  2. (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) γιος του Αστραίου και της Ηούς, θεός, προσωποποίηση του βόρειου ανέμου
  3. ανδρικό όνομα
  4. το βόρειο μέρος του ορίζοντα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Βορέας - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]