Βορέειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βορέειος οι Βορέειοι
      γενική της Βορεείου των Βορεείων
    αιτιατική τη Βορέειο τις Βορεείους
     κλητική Βορέειε Βορέειοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βορέειος < από το επώνυμο του δωρητή Βορέ(ας) + -ειος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /voˈɾe.i.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βο‐ρέ‐ει‐ος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βορέειος θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]