Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βορδῖνος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βορδῖνος οἱ Βορδῖνοι
      γενική τοῦ Βορδίνου τῶν Βορδίνων
      δοτική τῷ Βορδίν τοῖς Βορδίνοις
    αιτιατική τὸν Βορδῖνον τοὺς Βορδίνους
     κλητική ! Βορδῖνε Βορδῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βορδίνω
γεν-δοτ τοῖν  Βορδίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βορδῖνος < αβέβαιης ετυμολογίας

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βορδῖνος, -ου αρσενικό (μακεδονικός τύπος μοναδικής αναφοράς)