Βουνιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vuˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βουνιώτης αρσενικό (θηλυκό Βουνιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος οικισμού με το όνομα Βουνί, Βουνό, ή Βούνοι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Βουνί, Βουνό, Βούνοι
- βουνιώτικος
- Βουνιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Βουνιώτης
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βουνιώτης | οι | Βουνιώτηδες |
γενική | του | Βουνιώτη* | των | Βουνιώτηδων |
αιτιατική | τον | Βουνιώτη | τους | Βουνιώτηδες |
κλητική | Βουνιώτη | Βουνιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Βουνιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βουνιώτης < πατριδωνυμικό Βουνιώτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βουνιώτης αρσενικό (θηλυκό Βουνιώτη ή Βουνιώτου)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)