Βουτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βουτώ < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή wꜣḏt,
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βουτώ θηλυκό (γενική: τῆς Βουτοῦς)
- γυναικείο όνομα, ονομασία των αρχαίων Ελλήνων για τη θεότητα της αρχαίας Αιγύπτου Ουατζέτ, που τη συσχέτιζαν με τη Λητώ
- η πόλη της αρχαίας Αιγύπτου «Πά-Ουζίτ»
[επεξεργασία]
πατριδωνυμικά:
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Ουατζέτ στη Βικιπαίδεια
-
Βουτώ στη Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- Βουτώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Λήμμα «Βοῦτος», στο: Στέφανος ο Βυζάντιος, Εθνικά. Στον ιστότοπο Topos Text του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη· πρόσβαση: 2020-06-08.
- Λήμμα «Βουτώ ή Βοῦτος», στο: Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 3 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1928), σ. 509.
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αρχαία αιγυπτιακά (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία αιγυπτιακά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Πόλεις της αρχαίας Αιγύπτου (αρχαία ελληνικά)
- Πόλεις (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια της αρχαίας Αιγύπτου (αρχαία ελληνικά)
- Τοπωνύμια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)