Βούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βούλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βούλα οι Βούλες
      γενική της Βούλας
    αιτιατική τη Βούλα τις Βούλες
     κλητική Βούλα Βούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βούλα < περικοπή του Παρασκευούλα (< υποκοριστικό του Παρασκευή + -ούλα) ή του Σταυρούλα και άλλων υποκοριστικών σε -ούλα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βού‐λα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βούλα θηλυκό

  1. χαϊδευτικός γυναικείο όνομα
  2. τοπωνύμιο σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας
    1. προάστιο της Αθήνας
    2. ελώδης περιοχή ανατολικά των Τρικάλων, κοντά στο χωριό Κλοκοτός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]