Βούλπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βούλπη
      γενική της Βούλπης
    αιτιατική τη Βούλπη
     κλητική Βούλπη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βούλπη < αρωμουνική vulpe (αλεπού)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvul.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βούλ‐πη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Άποψη της Βούλπης

Βούλπη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Γιώργος Ζαροδήμος, Τα Οικωνύμια του Δήμου Αγράφων, Αθήνα 2021