Βραχιόσαυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βραχιόσαυρος | οι | Βραχιόσαυροι |
γενική | του | Βραχιόσαυρου & Βραχιοσαύρου |
των | Βραχιόσαυρων & Βραχιοσαύρων |
αιτιατική | τον | Βραχιόσαυρο | τους | Βραχιόσαυρους & Βραχιοσαύρους |
κλητική | Βραχιόσαυρε | Βραχιόσαυροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βραχιόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Brachiosaurus < αρχαία ελληνική βραχίων + -σαυρος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
†Βραχιόσαυρος αρσενικό
- ταξινομικός όρος - γένος: Brachiosaurus, γιγάντιος φυτοφάγος δεινόσαυρος της Ιουρασικής περιόδου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βραχιόσαυρος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - γένη (νέα ελληνικά)
- Δεινόσαυροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)