Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βριλησόν

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Βριλησόν
      γενική τοῦ Βριλησοῦ
      δοτική τῷ Βριλησ
    αιτιατική τὸ Βριλησόν
     κλητική ! Βριλησόν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βριλησόν < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βριλησόν (εννοείται ὄρος) ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]