Βυζανιάρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βυζανιάρη < γενική ενικού του αρσενικού Βυζανιάρης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βυζανιάρη θηλυκό
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Βυζανιάρης
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Βυζανιάρη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Βυζανιάρης