Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γάδειρα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Γάδαρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Γάδειρ
      γενική τῶν Γαδείρων
      δοτική τοῖς Γαδείροις
    αιτιατική τὰ Γάδειρ
     κλητική ! Γάδειρ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γάδειρα < απώτατη αρχή: φοινικική 𐤂𐤃𐤓 (gdr)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Γάδειρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]