Γάζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γάζα
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Γάζα
      γενική της Γάζας
    αιτιατική τη Γάζα
     κλητική Γάζα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άποψη της Γάζας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γάζα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Γάζα < αρχαία εβραϊκή עזה (ʿazzā) Δε σχετίζεται η γάζα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɣa.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γά‐ζα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Γάζα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δε σχετίζεται το γάζα.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Γάζ αἱ Γάζαι
      γενική τῆς Γάζης τῶν Γαζῶν
      δοτική τῇ Γάζ ταῖς Γάζαις
    αιτιατική τὴν Γάζᾰν τὰς Γάζᾱς
     κλητική ! Γάζ Γάζαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Γάζ
γεν-δοτ τοῖν  Γάζαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γάζα < (άμεσο δάνειο) αρχαία εβραϊκή עזה (ʿazzā). Δείτε την ετυμολογία του עזה στο αγγλικό Βικιλεξικό. Δε σχετίζεται το γάζα (θησαυρός), ούτε η νεοελληνική γάζα.

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Γάζα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. πόλη της Παλαιστίνης
  2. πόλη της Περσίας, της Σογδιανής
  3. γυναικείο όνομα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται συγγενικά του τοπωνυμίου)

για όνομα: