Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γαλίτσα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γαλίτσα οι Γαλίτσες
      γενική της Γαλίτσας
    αιτιατική τη Γαλίτσα τις Γαλίτσες
     κλητική Γαλίτσα Γαλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γαλίτσα <   + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣaˈli.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γαλίτσα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Γαλίτσα θηλυκό

  1. υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
  2. (υδρωνύμιο) (λίμνη) άλλη ονομασία της λίμνης Οζερός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]