Γαύριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γαύριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Γαύρειον[1]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γαύριο ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γαύριο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 Δημήτριος Πασχάλης, Τοπωνυμικόν της νήσου Άνδρου (Αθήνα 1933), σ. 26· Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη· πρόσβαση: 2021-07-20.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λιμάνια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Λιμάνια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)