Γενοβέφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝe.noˈve.fa/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γενοβέφα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γενοβέφα
|