Γεράσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γεράσιμος οι Γεράσιμοι
      γενική του Γερασίμου
Γεράσιμου
των Γερασίμων
    αιτιατική τον Γεράσιμο τους Γερασίμους
     κλητική Γεράσιμε Γεράσιμοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γεράσιμος < μεσαιωνική ελληνική Γεράσιμος < αρχαία ελληνική γέρας (αριστείο, έπαθλο)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝeˈɾa.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γε‐ρά‐σι‐μος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γεράσιμος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)