Γεροντιώτισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γεροντιώτισσα < Γεροντιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝe.ɾonˈdʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐ρο‐ντιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γεροντιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Γεροντιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Γέροντας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γεροντιώτης
Γεροντιώτισσα
|