Γηροκομείο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Γηροκομείο | τα | Γηροκομεία |
γενική | του | Γηροκομείου | των | Γηροκομείων |
αιτιατική | το | Γηροκομείο | τα | Γηροκομεία |
κλητική | Γηροκομείο | Γηροκομεία | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γηροκομείο < γηροκομείο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝi.ɾo.koˈmi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γη‐ρο‐κο‐μεί‐ο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γηροκομείο ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)