Γηρυόνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γηρυόνης < αρχαία ελληνική Γηρυόνης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γηρυόνης αρσενικό
- (μυθολογία) όνομα Γίγαντα
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γηρυόνης < συνδέεται με το ρήμα γηρύω (φωνάζω, μιλάω)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γηρυόνης αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ο γίγαντας, που οι αρχαίοι Έλληνες ανέφεραν και με τα ονόματα Γηρυών-όνος και Γηρυονεύς-ῆος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γηρυόνης