Γιαλισκάρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Γιαλισκάρι | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | το | Γιαλισκάρι | ||
| κλητική | Γιαλισκάρι | |||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γιαλισκάρι < γιαλός + -ίσκος + -άρι < αρχαία ελληνική αἰγιαλός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γιαλισκάρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Γιαλισκάρι
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίσκος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνυμίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)