Γιουλάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γιουλάνα | οι | Γιουλάνες |
γενική | της | Γιουλάνας | — | |
αιτιατική | τη | Γιουλάνα | τις | Γιουλάνες |
κλητική | Γιουλάνα | Γιουλάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γιουλάνα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γιουλάνα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γιουλάνα
|