Γιουλίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γιουλίτσα οι Γιουλίτσες
      γενική της Γιουλίτσας
    αιτιατική τη Γιουλίτσα τις Γιουλίτσες
     κλητική Γιουλίτσα Γιουλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γιουλίτσα < Γιούλ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → και δείτε τις λέξεις Ιουλία και Ιούλιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝuˈli.t͡sa/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γιουλίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ιουλία