Γκαζοχωρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γκαζοχωρίτης < Γκαζοχώρ(ι) + -ίτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡa.zo.xoˈɾi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γκα‐ζο‐χω‐ρί‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γκαζοχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Γκαζοχωρίτισσα)
- (κακόσημο) ο επισκέπτης των οίκων ανοχής στην περιοχή του Γκαζοχωρίου[1]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Γκαζοχώρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γκαζοχωρίτης
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Σταύρος Διοσκουρίδης, Στο σπιράλ του χρόνου, LiFO, 7 Μαΐου 2009