Γκανέζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γκανέζα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γκανέζα οι Γκανέζες
      γενική της Γκανέζας
    αιτιατική την Γκανέζα τις Γκανέζες
     κλητική Γκανέζα Γκανέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γκανέζα < Γκανέζος + (-έζα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Γκανέζα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]