Γκασμαδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γκασμαδία < γκασμάς (κασμάς)
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, φώναξαν με τα μεγάφωνα τους ντόπιους να βοηθήσουν στις εργασίες φέρνοντας μαζί του ο καθένας τα δικά του εργαλεία. Οι περισσότεροι πήγαν με τους (γ)κασμάδες τους! (κι όχι π.χ. με φτυάρια ή με τσάπες).

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γκασμαδία θηλυκό (και Gasmaland)

  1. (αργκό, στρατιωτική αργκό) παρωνύμιο της νήσου Λέσβου
    στη Γκασμαδία με στέλνουν
  2. (γενικότερα) τόπος όπου έγιναν (ή γίνονται) πολλά σκαψίματα