Γκολφούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γκολφούλα οι Γκολφούλες
      γενική της Γκολφούλας
    αιτιατική την Γκολφούλα τις Γκολφούλες
     κλητική Γκολφούλα Γκολφούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γκολφούλα < Γκόλφ(ω) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γκολφούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γκόλφω