Γουβιώτισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γουβιώτισσα < Γουβιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣuˈvʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γου‐βιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γουβιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Γουβιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γουβιώτης
Γουβιώτισσα
|