Γραμματικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Γραμματικό | τα | Γραμματικά |
γενική | του | Γραμματικού | των | Γραμματικών |
αιτιατική | το | Γραμματικό | τα | Γραμματικά |
κλητική | Γραμματικό | Γραμματικά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γραμματικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γραμματικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣɾa.ma.tiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γραμ‐μα‐τι‐κό
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γραμματικό ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)