Γότθος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γότθος | οι | Γότθοι |
| γενική | του | Γότθου | των | Γότθων |
| αιτιατική | τον | Γότθο | τους | Γότθους |
| κλητική | Γότθε | Γότθοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γότθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Γότθος, σχηματισμός ενικού για το Γότθοι (πληθυντικός)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɣot.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γότ‐θος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γότθος αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) μέλος του ομώνυμου ανατολικού γερμανικού φύλου των Γότθων που δημιούργησε πολλά προβλήματα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της ύστερης αρχαιότητας με πολέμους και διαδοχικές εισβολές στο έδαφός της
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Γότθοι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Γότθος | οἱ | Γότθοι | ||||
| γενική | τοῦ | Γότθου | τῶν | Γότθων | ||||
| δοτική | τῷ | Γότθῳ | τοῖς | Γότθοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Γότθον | τοὺς | Γότθους | ||||
| κλητική ὦ! | Γότθε | Γότθοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Γότθω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Γότθοιν | ||||||
| Ανδρικό όνομα. | ||||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Γότθος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που ανήκει στους Γότθους· ενικός αριθμός του Γότθοι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]στον πληθυντικό, για το έθνος:
Παράγωγα
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Γότθος, Goth#English στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
[επεξεργασία]- Γότθος - Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).
- Γότθος, Γότθοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γοτθικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Δάνεια από τα γοτθικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα γοτθικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)