Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γότθος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: γότθος

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γότθος οι Γότθοι
      γενική του Γότθου των Γότθων
    αιτιατική τον Γότθο τους Γότθους
     κλητική Γότθε Γότθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γότθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Γότθος, σχηματισμός ενικού για το Γότθοι (πληθυντικός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɣot.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γότθος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Γότθος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Γότθος οἱ Γότθοι
      γενική τοῦ Γότθου τῶν Γότθων
      δοτική τῷ Γότθ τοῖς Γότθοις
    αιτιατική τὸν Γότθον τοὺς Γότθους
     κλητική ! Γότθε Γότθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Γότθω
γεν-δοτ τοῖν  Γότθοιν
Ανδρικό όνομα.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γότθος < (άμεσο δάνειο) γοτθική 𐌲𐌿𐍄𐌸𐌹𐌿𐌳𐌰 (gutþiuda) < *𐌲𐌿𐍄𐌰 ('*guta: Γότθος) +‎ 𐌸𐌹𐌿𐌳𐌰 / þiuda (λαός) < πρωτογερμανική *gutô (Γότθος) < πιθανόν *geutaną (χέω, χύνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰewd- (χέω, χύνω)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Γότθος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

στον πληθυντικό, για το έθνος:

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Γότθος, Goth#English στο αγγλικό Βικιλεξικό