Γότθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γότθος | οι | Γότθοι |
γενική | του | Γότθου | των | Γότθων |
αιτιατική | τον | Γότθο | τους | Γότθους |
κλητική | Γότθε | Γότθοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γότθος < ελληνιστική κοινή Γότθος[1] < γοτθική 𐌲𐌿𐍄𐌸𐌹𐌿𐌳𐌰 (gutþiuda) < *𐌲𐌿𐍄𐌰 (*guta: Γότθος) (+ 𐌸𐌹𐌿𐌳𐌰 / þiuda: λαός) < πρωτογερμανική *gutô (Γότθος) < *geutaną (χέω, χύνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰewd- (χέω, χύνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɣot.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γότ‐θος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Γότθος αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) μέλος του ομώνυμου ανατολικού γερμανικού φύλου των Γότθων που δημιούργησε πολλά προβλήματα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της ύστερης αρχαιότητας με πολέμους και διαδοχικές εισβολές στο έδαφός της
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Γότθοι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ Γότθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γοτθικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)