ΔΕΚΟ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΔΕΚΟ < Δημόσιες Επιχειρήσεις Και Οργανισμοί
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Δ.Ε.Κ.Ο. άκλιτο θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό ακρωνύμιο