ΔΕΠΑ
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΔΕΠΑ < : Δημόσια ΕΠιχείρηση Αερίου
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Δ.ΕΠ.Α. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
Δ.ΕΠ.Α. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο