ΔΟΕ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΔΟΕ < Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή
Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος
Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðo.e/

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Δ.Ο.Ε. αρσενικό ή θηλυκό ακρωνύμιο

  1. (αθλητισμός) η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, επιτροπή που ασχολείται με την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων
    ※ Τα μέλη της ΔΟΕ έκαναν δεκτή την πρόταση της Εκτελεστικής Επιτροπής και αποφάσισαν ομόφωνα τη διεξαγωγή της Συνόδου του 2025 στην ελληνική πρωτεύουσα, με επίσκεψη και στην Αρχαία Ολυμπία, αναδεικνύοντας τους συμβολισμούς που δημιουργούνται από τη συγκεκριμένη διοργάνωση.
    Κ. Χολίδης, Στην Αθήνα θα φιλοξενηθεί η Σύνοδος της ΔΟΕ το 2025, sport24.gr, 12 Μαρτίου 2021
  2. (εκπαίδευση) η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος, συνδικαλιστικό όργανο των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα
    ※ Μετά την προσφυγή του υπουργείου Παιδείας στο Πρωτοδικείο, το οποίο κήρυξε «παράνομη» την απεργία, το ΔΣ της ΔΟΕ προσφεύγει στο Εφετείο για την ακύρωσή της, ενώ παράλληλα ζήτησε από την ΑΔΕΔΥ να κηρύξει και εκείνη την απεργία αποχή.
    Αξιολόγηση εκπαιδευτικών – Μαίνεται ο «πόλεμος» υπ. Παιδείας και ΔΟΕ, Το Βήμα, 4 Οκτωβρίου 2021
  3. διακυβερνητικός οργανισμός ο οποίος ρυθμίζει θέματα που αφορούν την αγορά της ενέργειας
    ※ Τη συντονισμένη αποδέσμευση ποσότητας πετρελαίου από τα στρατηγικά αποθέματά τους αποφάσισαν οι χώρες μέλη του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΔΟΕ), κατά την έκτακτη σύνοδο που είχε ως στόχο τη σταθεροποίηση των πετρελαϊκών αγορών στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
    ΔΟΕ': Συμφωνία για αποδέσμευση πετρελαίου από τα αποθέματα, Η Καθημερινή, 1 Απριλίου 2022

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]