ΔΟΥ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΔΟΥ <  :
  • Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία
  • Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Δ.Ο.Υ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Η κατά τόπους αρμόδια εφορία.
    Υπάγομαι στην Α' Δ.Ο.Υ. Ηρακλείου

Προφορά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]