ΔΥΠΑ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΔΥΠΑ < Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði.pa/

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Δ.ΥΠ.Α. θηλυκό ακρωνύμιο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]