Δαμαστιώτισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δαμαστιώτισσα < Δαμαστιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ða.maˈstço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δα‐μα‐στιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δαμαστιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Δαμαστιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Δαμάστα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δαμαστιώτης
Δαμαστιώτισσα
|