Δαμιάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δαμιάνα | οι | Δαμιάνες |
γενική | της | Δαμιάνας | — | |
αιτιατική | τη | Δαμιάνα | τις | Δαμιάνες |
κλητική | Δαμιάνα | Δαμιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δαμιάνα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δαμιάνα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Δαμιάνα
|