Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δικαστριώτης

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δικαστριώτης οι Δικαστριώτες
      γενική του Δικαστριώτη των Δικαστριωτών
    αιτιατική τον Δικαστριώτη τους Δικαστριώτες
     κλητική Δικαστριώτη Δικαστριώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Δικαστριώτης < Δίκαστρ(ο) + -ιώτης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.ka.stɾiˈo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δικαστριώτης

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Δικαστριώτης αρσενικό (θηλυκό Δικαστριώτισσα)

  1. (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από το Δίκαστρο ή κατοικεί εκεί
  2. ποταμός της Φθιώτιδας, παραπόταμος του Σπερχειού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]