Δικαστριώτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Δικαστριώτης < Δίκαστρ(ο) + -ιώτης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.ka.stɾiˈo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δι‐κα‐στρι‐ώ‐της
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Δικαστριώτης αρσενικό (θηλυκό Δικαστριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από το Δίκαστρο ή κατοικεί εκεί
- ποταμός της Φθιώτιδας, παραπόταμος του Σπερχειού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Δίκαστρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Δικαστριώτης
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Ποταμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Ποταμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)