Διοκλῆς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Διοκλής

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Διοκλῆς < Ζεύς (γενική Δι(ός) + -ο- -κλῆς (κλέος του Διός)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Διοκλῆς αρσενικό