Δουκίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δουκίτσα | οι | Δουκίτσες |
γενική | της | Δουκίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Δουκίτσα | τις | Δουκίτσες |
κλητική | Δουκίτσα | Δουκίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δουκίτσα < Δούκας + + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δουκίτσα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Δουκίτσα
|