Δούμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Δούμα
      γενική της Δούμας
    αιτιατική τη Δούμα
     κλητική Δούμα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το κτίριο της Δούμας της Μόσχας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δούμα < ρωσική дума (dúma)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðu.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δού‐μα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δούμα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]