Δούμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δούμα | ||
γενική | της | Δούμας | ||
αιτιατική | τη | Δούμα | ||
κλητική | Δούμα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈðu.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δού‐μα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δούμα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (πολιτική) ρωσικό νομοθετικό σώμα όπως ιστορικά αυτό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ή η σύγχρονη κάτω βουλή της Ρωσικής Ομοσπονδίας
- ※ Η Δούμα, η Κάτω Βουλή της Ρωσίας, ενέκρινε σήμερα με μεγάλη πλειοψηφία τη συνθήκη με την οποία η Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας εντάσσεται στη Ρωσική Ομοσπονδία, κάτι που σημαίνει ότι απομένει μόνο ένα διαδικαστικό βήμα ώστε η χερσόνησος της Μαύρης Θάλασσας να απορροφηθεί και τυπικά από τη Ρωσική Δημοκρατία.
- H Δούμα ενέκρινε την ένταξη της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, Η Καθημερινή, 20 Μαρτίου 2014
- ※ Η Δούμα, η Κάτω Βουλή της Ρωσίας, ενέκρινε σήμερα με μεγάλη πλειοψηφία τη συνθήκη με την οποία η Αυτόνομη Δημοκρατία της Κριμαίας εντάσσεται στη Ρωσική Ομοσπονδία, κάτι που σημαίνει ότι απομένει μόνο ένα διαδικαστικό βήμα ώστε η χερσόνησος της Μαύρης Θάλασσας να απορροφηθεί και τυπικά από τη Ρωσική Δημοκρατία.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Δούμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)