Δραμαλιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δραμαλιώτισσα < Δραμαλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðɾa.maˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρα‐μα‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δραμαλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό, σπάνιο) θηλυκό του Δραμαλιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Δραμάλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δραμαλιώτης
Δραμαλιώτισσα
|